σφετεριστης

σφετεριστης
    σφετεριστής
    -οῦ ὅ захватчик Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφετεριστης" в других словарях:

  • σφετεριστής — ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [σφετερίζομαι] αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα …   Dictionary of Greek

  • σφετεριστής — ο αυτός που κάνει δικό του κάτι ξένο, παράνομα: Τιμωρήθηκαν οι σφετεριστές της εξουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφετεριστήν — σφετεριστής appropriator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • βούτας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 247 κάτ.) στην πρώην …   Dictionary of Greek

  • δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …   Dictionary of Greek

  • θηρεύς — θηρεύς, ὁ (Μ) [θηρεύω] άρπαγας, σφετεριστής …   Dictionary of Greek

  • καταπατητής — ο (AM καταπατητής) [καταπατώ] νεοελλ. 1. αυτός που καταλαμβάνει αυθαίρετα ξένη ιδιοκτησία, ο σφετεριστής 2. αυτός που αθετεί υπόσχεση που έδωσε μσν. κλέφτης μσν. αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος, καταδότης («μὲ πονηρίαν ἀπέστειλεν τοὺς καταπατητάδες… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νοσφιστής — ο (Α νοσφιστής) [νοσφίζομαι] αυτός που ιδιοποιείται ξένη ιδιοκτησία παράνομα, σφετεριστής, καταχραστής …   Dictionary of Greek

  • παροριστής — ὁ, Α [παρορίζω] καταπατητής, σφετεριστής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»